Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

Πολλές αστείες μαντινάδες!


Ετούτηνε την εποχή 
μην περιμένεις γάμο 
γιατί ακρίβηνε η ζωή 
και μπουνταλιές δεν κάνω. 


Ομορφη είσαι κοπελιά 
εν πάσει περιπτώσει 
να δούμε κι ο πατέρας σου 
ήντα λεφτά θα δώσει. 

Σαν τη θωρείς την κοπελιά 
κι όλο γυρεύγει χάδια 
να ξέρεις πως τα κέρατα 
βγάζουνε παρακλάδια. 


Εβγήκε τζαναμπέτισσα 
και τα χωριά γυρίζει 
κι όποιο κι αν δει τον αγαπά 
κι ας μην τονε γνωρίζει. 

Παρέτησε τηνε μωρέ 
του κερατά την κόρη! 
μα αυτή ΄χει τσ΄αγαπητικούς 
σαν τα κλαδιά στα όρη! 

Ετούτηνε την εποχή 
όποιος αποφασίσει 
να παντρευτεί καλύτερα 
να πα να αυτοκτονήσει. 

Ενας λεβέντης στρατηγός 
γνώρισε μια κυρία 
όμως εκείνη εγνώριζε 
όλη τη μεραρχία!  

Πως είσαι άσπρη και παχιά 
εφύσηξε ο νους σου 
και δεν αναμαζώνεσαι 
στο σπίτι του κυρού σου 


Επρόσβαλλέ με ο κύρης σου 
οψάργας στο ντουκιάνι 
διάλε τη Παναγία ντου 
πολλά τον άντρα κάνει 

Οσες φορές σε φίλησα 
να 'χα πενηνταράκια 
θ' αγόραζα στη Μεσσαρά 
τρακόσα μουρελάκια 


Μπορεί να κάμεις διακοπές 
στη θάλλασα να λιάζεις 
μα το δικό μου μαύρισμα 
με τίποτε δε φτάζεις 

Τσ'αγάπης τ'ανυφαντικό 
κοντεύγει να ξυφάνω 
κι αναρωθιέμαι ύστερα 
ίντα δουλειά θα κάνω 


Με την ξανθιάν εμάλωσα 
η μαύρη δε με θέλει 
που'ναι η στοργή που έβρινα 
στη μάνα μου κοπέλι 

Εγώ τσ' αγάπης τη δουλειά 
μ'αρέσει να την κάνω 
παρ'όλο που κουράζομαι 
κι ούτε λεφτά δε βγάζω 


Βαρέθηκα με τη βροχή 
να στέκω στην τοιχίδα 
ίσαμε και την ξέπλυνε 
την ύστερή μου ελπίδα 

Ας πούμε πως παντρέυγεσαι 
του μενεξέ φιντάνι 
ίντα θα βγαίνω ύστερα 
να κάνω στο μεϊντάνι 


Οταν θα στεφανώνεσαι 
στα όρη θα ξωμείνω 
στσι αστιβίδες μπρούμυτα 
καημούς θα καταπίνω 

Κιανένας δεν εμέτρησε 
τση θάλασσας την άμμο 
κι ουδείς επήγε μ'όρεξη 
στη εκκλησά για γάμο 


Θε μου πως εσυβάστηκα 
κι επήγα για στεφάνι 
αφού'χα πληροφορηθεί 
για τη ζημιά που κάνει 

Πες μου ανε τσει, και αν δε τσει 
δε θα με δεις να χάσκω 
μα θα το κάμω εγώ να τσει 
με μια ουλιά ταμπάσκο 


Πως εξετρύπησε ο καιρός 
μ'έτσα κακοκαιρία 
που να πνιγεί στο πέλαγος 
ήτον η ευκαιρία 

Βιόλα να κόψω δε μπορώ 
όξω να παίξω πέτρα 
γιατί 'ναι το μπαλκόνι τζη 
άνω 'πο τρία μέτρα. 


Οντα θα δω στα χείλια σου 
να δρόσει ή πάνω πάντα 
κατέχω ήντα σκέφτεσαι 
και πως με θες μα γιάντα? 

Σαν ανθισμένη αμυγδαλιά 
είσαι και θα με κάψεις 
με την παντέρμη φορεσά 
που 'θελα πας να ράψεις 


Παίξε μου χίλιες μαχαιριές 
και μιά με τη σκαλίδα 
εγώ'μαι δα από παέ 
κι'αυτή απ'τη Σταλίδα. 

Λίγο πιο πέρα από το ΚΤΕΛ 
που για χορό πηγαίνεις 
βλέπω να ντύνεσαι γαμπρός 
και στα Χανιά να μένεις 

Αμα δεν παίξουν μπαλωθιές 
στο γάμο μου απάνω 
σε χώρισα Kατερινιώ 
και άλληνε θα πάρω. 

Στην προίκα σου Kατερινιώ 
θα κάτσω εδά απάνω 
θα τσι σκοτώσω τσι ελιές 
και room to let θα κάνω. 


Aκούω δα το Εϊντζελ 
το Εϊντζελ του Σάγκι 
πού 'σαι Kατερινάκι μου 
τώρα που σ' έχω ανάγκη; 

Θα βάλω αερόσολες 
στα μαύρα μου στιβάνια 
να τρέξω στο Kατερινιώ 
μήπως της κλέψω χάδια. 


Θυμάμαι βρε Kατερινιώ 
που 'πινες Jack με cola 
και ότανε σε ξάνοιγα 
μου έλεγες "Ξεκόλλα". 

Ο ανθρωπος στα νιάτα του 
κάνει τις αμαρτίες, 
κι αμα γερνά τροζένεται 
και πιάνει τσ' εκκλησίες 


Σαράντα μέρες τη ΄γαπω 
ούτε σωστούς δυο μήνες, 
κι αυτή από τώρα νυφικό 
γυρεύει στις βιτρίνες. 

Eγώ δεν είμαι Kρητικός 
να γράφω μαντινάδες 
μ'απ' ότι βλέπω γράφετε 
ένα σωρό κρυάδες! 


Ποτέ μου δεν κατάλαβα 
τα κουζουλά κοπέλια 
γιατί ξανοίγουν για ελιές 
όταν τρυγούν αμπέλια! 

Θεε μου και να τ'αξιωθώ 
και να το κατορθώσω 
το τζιν το παντελόνι σου 
να σου το ξεκουμπώσω 


Παρασκευή και Σάββατο 
να μην ποτίζεις γλάστρες 
γιατί περνώ με το FX 
και το γεμίζεις λάσπες 

Εκάνανε μου τα ΕΚΑΜ 
σαρανταπέντε μπλόκα 
μα δεν υπολογίσανε 
το τούρμπο στο τογιότα 


Εχθές αργά τη φίλησε, 
στα χείλη ένα λιακόνι. 
και το λιακόνι εψόφησε, 
κι΄ εκείνη ζει ακόμη. 

Στον Αγιο στην εντατική 
αντικριστά τσί λένε 
τσί μαντινάδες κάθ' αργά 
κ΄ύστερα πάλι κλαίνε 


Οταν περνάς απ'το στενό 
να μη γλακάς με φόρα 
γιατί δέν έχεις ΑΒS 
καί είναι κατηφόρα 

Κακό είναι συναπάντημα, 
να δεις παπά μπροστά σου, 
μα πιό κακό είναι το πρωί, 
να δεις την πεθερά σου. 


Την πύλη καθώς διάβενα 
σκοντάφτω σε μια πλάκα 
τη σήκωσα και έγραφε 
την πάτησες ρε βλάκα 

Μια ανοιξιάτικη βραδυά 
βούτηξα το LAND ROVER 
το στούκαρα σε μια ελιά 
και βγήκε game over. 


Θα φτιάξω θέλει το διπλό 
πολλά λεφτά θα δώσω 
να παίζω μπάντες και κολιές 
στη ΔΑΣΥΔΕ απ'όξω 

Απόψε είδα όνειρο 
πως σ΄είχα στο κρεβάτι 
και πήγα να σ΄αγκαλιαστώ 
κι αγκάλιασα το γ-κάτη 


Μαύρη είσαι σαν τον κόρακα 
παχιά σαν το τρυγώνι 
κι ο κόσμος ούλος σε θωρεί 
και σ'αποκαμαρώνει 

Δεν αγοράζω υπολογιστή 
να βάλω στο μιτάτο 
γιατί ξυδιάζει γρηγορα 
το γάλα των προβάτων. 


Στο τέσσερα επί τέσσερα 
θα βάλω παραπέτι 
όντε θα κάνω τση σπινιές 
ο σκύλος να μην πέφτει 

Σ'ένα περβόλι φύτευσα 
για σένανε ελπίδες 
μον'ασπαλάθοι φύτρωσαν 
και καμμιά-δυό τσουκνίδες 


Μικρή μικρή σ' αγάπησα 
μεγάλη δε σε πήρα 
να μ' αξιώσει ο θεός 
και να σε πάρω χήρα 

Τώρα το φέραν οι καιροί 
ν' αφήνουνε πλεξούδες 
κι οι άνρες τα μουστάκια τους 
κι ας είναι σαν αρκούδες 


Εγώ τρία χιλιάρικα 
σε σένα δεν χαρίζω 
και ας ήσουν η αγάπη μου 
που δεν την κουλαντρίζω 

Μ' ένα μπουκάλι Κάττι Σαρκ 
και Μάρλμπορο τσιγάρα 
καπνίζω, πίνω να ξεχνώ 
τα μαύρα μου τα χάλια 


Πέθανε συ κι ας μη νογάς 
αν θα σε συλλογιούνται 
και τα μωρά πορεύονται 
κι οι χήρες κυβερνιούνται 

Μ' έκαψε και με κέντησε 
η μάνα σου η αρκούδα 
που να καεί ως καίγουνε 
το Πάσχα τον Ιούδα. 


Αμάξι δίχως κάγκελα 
αυτό δεν είν'αμάξι 
άμα θα βαλείς τον κρυγιό 
πως θα τον εβαστάξει; 

Ένα κομπιούτερ δυνατό 
θα βάλω στο μιτάτο, 
για να πουλώ στο ίντερνετ 
το γάλα τω προβάτω 


Να πιάσω θέλει να γδυθώ 
να πάρω και ένα τόξο 
να πώ πως είμαι ο έρωτας 
να σπάσω ίσα όξω 

Τα μάτια σου είναι σαν αβγά 
τα στήθια σου βαρέλια 
κι όταν γυρνώ και τα θωρώ 
ξεραίνομαι στα γέλια. 


Μια κουζουλή συνάντησα 
μα ήτανε τη νύχτα 
και έτσα εγώ ενόμισα 
το ταίρι μου πώς βρήκα 

Ηθελα να 'μουνα χοχλιός 
να 'ρθω στη γειτονιά σου 
να γράψω με τα σάλια μου 
στις πλάκες τ' όνομα σου. 


Δώσε μου χίλες μαχαιριές 
και μιά με το σκαπέτι 
μα αν δεν με θες αγάπη μου 
εγώ θ'αφήσω χαίτι. 

Αμε να πεις της μάνας σου 
να μη με καταράται 
γιατί γαμπρός της θα γενώ 
και θα στενοχωράται 


Δεν είδα απού τα χέρια τζη 
ούτε κουφό καρύδι 
ήθελα και να κάτεχα 
που διάολο τα δίδει 

Ενα πουλί 'χα στο κλουβί 
κι'από αφηρημάδα 
ξεχνώ την πόρτα ανοιχτή 
και μπλιο δεν το ξανάδα 


Κανένας δεν εμέτρησε 
τση θάλασσας τον άμμο 
κι ουδείς επήγε μ'όρεξη 
στην εκκλησά για γάμο 

Σαν αποθάνω βάλετε 
το κινητό στο μνήμα 
μα μη με θάψετε βαθειά 
γιατί δε θα'χει σήμα. 


Απ'όλα τα τετράποδα 
μ'αρέσει το κρεβάτι 
δεν είναι πιο καλή δουλειά 
απ'τό καλό ραχάτι 

Φεγγάρια είναι τα μάτια της 
το φως τους σαν κοιτάζω 
τη μάνα της, την Aρτεμη 
εγώ δε λογαριάζω 


Τη μαντινάδα δυο φορές 
ποτέ σου μην τη λέεις 
γιατί θαρρούν οι κοπελιές 
πως άλλες δεν κατέεις 

Ολοι έχουν αγαπητικές 
δέκα και δεκαπέντε 
κι εγώ το κακορίζικο 
δεν έχω, παρά πέντε 


Αμα τη δεις την κοπελιά 
νά΄χει στα πόδια τρίχες 
έχει διαόλους στην κοιλιά 
και γλώσσα δέκα πήχες 

Καλά περνούν οι λέφτεροι 
καλά κι οι παντρεμένοι 
μα την καλύτερη ζωή 
οι αραβωνιασμένοι 


Οποιος γροικά στα λόγια σου 
Δεν ξέρει ίντα γυρεύει 
Στη θάλλασα πιάνει λαγούς 
Και στο βουνό ψαρεύει 

Της παντρεμένης το φιλί 
Θε μου και πώς μ' αρέσει 
προπάντων να 'ναι μπουνταλάς 
εκείνος που την έχει. 


Θα σ' έβρω Kατερίνα μου 
θα πάω στη Nικολούλη 
και θα φωνάξω να' ρθεις δα 
να το ακούσουν ούλοι 

Ηθελα να 'χα τρεις καρδιές 
η μια να στάζει ρύζι 
η άλλη ντολμαδόφυλλα 
κι η τρίτη να στρούφιζει 


Εγώ σ' αγάπησα πολύ 
γλυκό Κατερινάκι 
μα συ ελεύθερο πουλί 
κλέφτηκες με τον Μάκη 

Να 'μουνα κι ίντα να 'μουνα 
τον Αύγουστο μουλάρι 
όλον τον χρόνο πετεινός 
και κάτης το Γενάρη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου