Σε γενικές γραμμές, οι βιαστές, τουλάχιστον αυτοί οι οποίοι έχουν φυλακιστεί για το αδίκημα του βιασμού, δεν φαίνεται να διαφέρουν από τα άτομα με άλλου τύπου παραπτωματικότητα. Συγκεκριμένα, βρέθηκε ότι και οι δύο ομάδες προέρχονται από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα, έχουν σταματήσει την εκπαίδευση στο γυμνάσιο, παρουσιάζουν ασταθές επαγγελματικό ιστορικό, συνήθως ως ανειδίκευτοι (Bard et al, 1987), εμφανίζουν ομοιότητες στο ψυχιατρικό ιστορικό (Christie, Marshall, & Lanthier, 1979) και γενικά στην κοινωνική επιδεξιότητα, με εξαίρεση την ανοικτότητα (assertiveness) (Stermac & Quinsey, 1986).
Παρ? όλα αυτά, έχουν βρεθεί κάποιες ουσιαστικές διαφορές μεταξύ βιαστών και παιδόφιλων, οι οποίες σχετίζονται με τα χαρακτηριστικά τόσο της ενήλικης φάσης, όσο και της προηγούμενης αναπτυξιακής φάσης. Οι βιαστές, σε σχέση με τους παιδόφιλους, τείνουν να είναι νεότεροι σε ηλικία, να έχουν τελειώσει γυμνάσιο, να επιβάλλονται (επιθετικοί) παρά να τους επιβάλλονται (παθητικοί), καθώς και να έχουν παντρευτεί ή να έχουν συσχετιστεί με γυναίκα για τουλάχιστον ένα χρόνο (Christie et al, 1979), ενώ τείνουν λιγότερο να εμφανίζουν πνευματική καθυστέρηση ή κάποιο οργανικό εγκεφαλικό σύνδρομο (Henn, Herjanic, &Vanderpearl, 1976, Swanson, 1968). Κατά τα στάδια της ανάπτυξης, οι βιαστές σε σχέση με τους παιδεραστές, έχουν την τάση να προέρχονται από μη χωρισμένους γονείς, να μην έχουν συγγενείς με ψυχιατρικό ιστορικό, έχουν τις μισές πιθανότητες να έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, να μην έχουν εμφανίσει ιδιαίτερα σωματικά προβλήματα υγείας, αλλά να έχουν κακομεταχειριστεί ζώα και να έχουν παρουσιάσει προβλήματα συμπεριφοράς στο σχολείο (Bard et al, 1987). Παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι στην περίπτωση που ο βιαστής είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά, οι πιθανότητες να έχει διαπραχθεί η πράξη από τον πατέρα του θύματος μέσα σε ένα περιβάλλον με ιστορικό ψυχιατρικό, αλκοόλ/ναρκωτικών, ή ποινικό είναι τριπλάσιες αυτών για ένα παιδεραστή (Seghorn et al, 1987).
Σε μία προσπάθεια διερεύνησης των κοινών αναπτυξιακών παραμέτρων σε βιαστές και παιδόφιλους, οι Prentky et al (1989) πρότειναν τέσσερις σημαντικούς παράγοντες: την αδιαφορία των ατόμων που τους φρόντισαν, το ιστορικό διαβίωσης σε ιδρύματα, τη σωματική κακοποίηση και αμέλεια, και τη σεξουαλική κακοποίηση. Συσχετίζοντας κατόπιν τους τέσσερις αυτούς παράγοντες με τη σεξουαλική ή τη μη σεξουαλική επιθετικότητα που παρουσιάστηκε κατά την ενηλικίωση, βρέθηκε ότι η έλλειψη στοργής και η σεξουαλική παρέκκλιση στο οικογενειακό περιβάλλον σχετίζονταν με την ένταση της σεξουαλικής επιθετικότητας, ενώ το ιστορικό διαβίωσης σε ιδρύματα και η σωματική κακοποίηση σχετίζονταν με την ένταση της μη σεξουαλικής επιθετικότητας. Η εμπειρία λοιπόν της σεξουαλικής κακοποίησης και η ποιότητα των πρώιμων διαπροσωπικών σχέσεων ενός αγοριού παίζουν σημαντικό ρόλο στην κατανόηση της σεξουαλικής (Marhall, 1989a, Ward, Hudson, Marshall, & Siegert, 1995).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρήση της πορνογραφίας από τους δράστες σεξουαλικών επιθέσεων, είτε ως στοιχείο της αναπτυξιακής τους πορείας ή ως στοιχείο που μπορεί να προκαλέσει σεξουαλική επίθεση. Στο σημείο αυτό υπάρχουν επίσης κάποιες διαφορές μεταξύ βιαστών και παιδόφιλων, αφού οι περισσότερες έρευνες βρίσκουν ότι οι βιαστές δηλώνουν γενικά μικρότερη χρήση πορνογραφίας, σε σύγκριση με τους παιδεραστές, ειδικά κατά την περίοδο της σεξουαλικής επίθεσης (Carter, Prentky, Knight, Vanderveer, & Boucher, 1987, Cook, Fosen, & Pacht, 1971, Goldstein, Kant, Judd, Rice, & Green, 1971). Είναι πολύ πιθανό όμως οι διαφορές αυτές να αντανακλούν διαφορετικό τύπο πορνογραφικού υλικού, καθώς και το γεγονός ότι οι παιδόφιλοι συνηθίζουν να χρησιμοποιούν το σχετικό υλικό για τις αυνανιστικές τους φαντασιώσεις κατά το διάστημα ανάμεσα σε δύο επιθέσεις (Marshall, 1989b).
Η φαλλομετρική διάκριση μεταξύ βιαστών και μη βιαστών έχει υποστεί τα τελευταία χρόνια μεταστροφή. Στη βιβλιογραφία στα τέλη της δεκαετίας του ?70 και στις αρχές της δεκαετίας του ?80 διατυπωνόταν ξεκάθαρα ότι τα πρότυπα της σεξουαλικής διέγερσης των βιαστών διέφεραν από εκείνα των μη βιαστών (Abel, Barlow, Blanchard, & Guild, 1977, Barbaree, Marshall, & Lanthier,1979, Carter et al, 1987, Quinsey, Chaplin, & Upfold, 1984) παρατηρώντας μάλιστα ότι οι βιαστές αντιδρούν ανάλογα και στις περιπτώσεις μη σεξουαλικής βίας εις βάρος γυναικών, και υποθέτοντας ότι τα κίνητρα της βίας αποτελούν το συνδετικό κρίκο. Πιο πρόσφατες όμως έρευνες εμφανίζουν αρκετές ομοιότητες στα προφίλ βιαστών και μη βιαστών αφού και οι δύο ομάδες παρουσιάζουν χαμηλότερα επίπεδα σεξουαλικής διέγερσης σε ερεθίσματα με σκηνές βιασμού, σε σχέση με ερεθίσματα που περιέχουν συναινετική σεξουαλική συνεύρεση (Baxter, Barbaree, & Marshall, 1986, Baxter, Marshall, Barbaree, Davidson, & Malcolm, 1984, Blader & Marshall, 1989, Murphy, Coleman, & Haynes, 1986, Murphy, Haynes, Coleman, & Flanagan, 1985). Πιθανότερη αιτία της ασυμφωνίας αυτής θεωρείται η επιλογή των ατόμων κατά τις αρχικές έρευνες από ακραία αποκλίνουσες περιπτώσεις.
Παρ? όλα αυτά, οι βιαστές που δεν αντιμετωπίστηκαν θεραπευτικά θεωρείται ότι παρουσιάζουν χαμηλότερο κίνδυνο επανάληψης της πράξης σε σύγκριση με άλλους δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων, με αξιοσημείωτη εξαίρεση τους δράστες αιμομιξίας. Τα επίσημα ποσοστά υποτροπής κυμαίνονται μεταξύ του 6% και 35% (Marshall & Barbaree, 1990b) με τις περισσότερες τιμές να εμφανίζουν συγκέντρωση γύρω στο 10% (Hudson & Bakker, 1997)). Μία πρόσφατη μετα-ανάλυση 61 μελετών, σε 1.839 βιαστές, όμως έδειξε ποσοστό επανάληψης της σεξουαλικής επίθεσης 18.9% (Hanson & Bussiere, 1996). Μελέτη που περιελάμβανε άτομα που διέπραξαν βιασμό και βρίσκονταν υπο συνεχή παρακολούθηση (Marshal & Bussiere, 1996) βρήκε ότι τα ποσοστά υποτροπής ήταν 2,4 φορές υψηλότερα από τους παιδόφιλους και 2,8 φορές υψηλότερα από τους επιδειξίες. Αν λάβουμε υπόψη τον συντελεστή του Koss (1992), που κυμαίνεται από 4 εως και 10, τότε τα ποσοστά για τους βιαστές τείνουν να εξισωθούν με εκείνα άλλων τύπων δραστών σεξουαλικών εγκλημάτων που έχουν φυλακιστεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου